Definify.com
Definition 2024
μυστικός
μυστικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /mystikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /mystikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /mistikós/
Adjective
μυστικός • (mustikós) m (feminine μυστική, neuter μυστικόν); first/second declension
Inflection
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | μυστικός | μυστική | μυστικόν | μυστικώ | μυστικᾱ́ | μυστικώ | μυστικοί | μυστικαί | μυστικᾰ́ | |||
Genitive | μυστικοῦ | μυστικῆς | μυστικοῦ | μυστικοῖν | μυστικαῖν | μυστικοῖν | μυστικῶν | μυστικῶν | μυστικῶν | |||
Dative | μυστικῷ | μυστικῇ | μυστικῷ | μυστικοῖν | μυστικαῖν | μυστικοῖν | μυστικοῖς | μυστικαῖς | μυστικοῖς | |||
Accusative | μυστικόν | μυστικήν | μυστικόν | μυστικώ | μυστικᾱ́ | μυστικώ | μυστικούς | μυστικᾱ́ς | μυστικᾰ́ | |||
Vocative | μυστικέ | μυστική | μυστικόν | μυστικώ | μυστικᾱ́ | μυστικώ | μυστικοί | μυστικαί | μυστικᾰ́ | |||
References
- μυστικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- μυστικός in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «μυστικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «μυστικός» in Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts [the Lexicon of Byzantine Hellenism, Particularly the 9th-12th Centuries], Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften
- Woodhouse, S. C. (1910) English-Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language, London: Routledge & Kegan Paul Limited.
- initiatory idem, page 441.
- mystery idem, page 549.
- mystic idem, page 549.
- mystic in The Century Dictionary, The Century Co., New York, 1911
Greek
Adjective
μυστικός • (mystikós) m (feminine μυστική, neuter μυστικό)
Declension
positive forms of μυστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μυστικός | μυστική | μυστικό | μυστικοί | μυστικές | μυστικά |
genitive | μυστικού | μυστικής | μυστικού | μυστικών | μυστικών | μυστικών |
accusative | μυστικό | μυστική | μυστικό | μυστικούς | μυστικές | μυστικά |
vocative | μυστικέ | μυστική | μυστικό | μυστικοί | μυστικές | μυστικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μυστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μυστικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μυστικότερος | μυστικότερη | μυστικότερο | μυστικότεροι | μυστικότερες | μυστικότερα |
genitive | μυστικότερου | μυστικότερης | μυστικότερου | μυστικότερων | μυστικότερων | μυστικότερων |
accusative | μυστικότερο | μυστικότερη | μυστικότερο | μυστικότερους | μυστικότερες | μυστικότερα |
vocative | μυστικότερε | μυστικότερη | μυστικότερο | μυστικότεροι | μυστικότερες | μυστικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο μυστικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μυστικότατος | μυστικότατη | μυστικότατο | μυστικότατοι | μυστικότατες | μυστικότατα |
genitive | μυστικότατου | μυστικότατης | μυστικότατου | μυστικότατων | μυστικότατων | μυστικότατων |
accusative | μυστικότατο | μυστικότατη | μυστικότατο | μυστικότατους | μυστικότατες | μυστικότατα |
vocative | μυστικότατε | μυστικότατη | μυστικότατο | μυστικότατοι | μυστικότατες | μυστικότατα |
Synonyms
- κρυφός (kryfós)
Derived terms
- μυστικό n (mystikó, “secret”)
- μυστικά (mystiká, “in secret”)
- μυστικός αστυνομικός m (mystikós astynomikós, “undercover police officer”)