Definify.com
Definition 2024
μποράγο
μποράγο
Greek
Alternative forms
- μποράγκο n (boránko)
- μπουράντζα f (bourántza)
- μποράντζα f (borántza)
Noun
μποράγο • (borágo) n (uncountable)
Declension
Declension of μποράγο (borágo)
External links
- Μπουράντζα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el