Definify.com

Definition 2024


μορφωτικός

μορφωτικός

Greek

Adjective

μορφωτικός (morfotikós) m (feminine μορφωτική, neuter μορφωτικό)

  1. educational, of education
    μορφωτικά βιβλία ("educational books")
  2. cultural
    μορφωτικός σύμβουλος ("cultural attaché")

Declension

Synonyms

See also