Definify.com
Definition 2024
μοναχικός
μοναχικός
Greek
Adjective
μοναχικός • (monachikós) m (feminine μοναχική, neuter μοναχικό)
Declension
positive forms of μοναχικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μοναχικός | μοναχική | μοναχικό | μοναχικοί | μοναχικές | μοναχικά |
genitive | μοναχικού | μοναχικής | μοναχικού | μοναχικών | μοναχικών | μοναχικών |
accusative | μοναχικό | μοναχική | μοναχικό | μοναχικούς | μοναχικές | μοναχικά |
vocative | μοναχικέ | μοναχική | μοναχικό | μοναχικοί | μοναχικές | μοναχικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μοναχικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μοναχικός, etc.) |
Synonyms
- μοναστικός (monastikós)
- καλογερικός (kalogerikós)