Definify.com
Definition 2024
μετράω
μετράω
Greek
Verb
μετράω • (metráo) (simple past μέτρησα, passive form μετριέμαι)
- Alternative form of μετρώ (metró)
Conjugation
μετρώ, μετράω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | μετρώ, μετράω | μετρούσα, μέτραγα | θα μετρώ, θα μετράω | να μετρώ, να μετράω | |
2s | μετράς | μετρούσες, μέτραγες | θα μετράς | να μετράς | μέτρα |
3s | μετρά, μετράει | μετρούσε, μέτραγε | θα μετρά, θα μετράει | να μετρά, να μετράει | |
1p | μετρούμε, μετράμε | μετρούσαμε, μετράγαμε | θα μετρούμε, θα μετράμε | να μετρούμε, να μετράμε | |
2p | μετράτε | μετρούσατε, μετράγατε | θα μετράτε | να μετράτε | μετράτε |
3p | μετρούν, μετρούνε, μετράνε, μετράν | μετρούσαν, μετρούσανε, μέτραγαν, μετράγανε | θα μετρούν, θα μετρούνε, θα μετράνε, θα μετράν | να μετρούν, να μετρούνε, να μετράνε, να μετράν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | μετρήσω | μέτρησα | θα μετρήσω | να μετρήσω | |
2s | μετρήσεις | μέτρησες | θα μετρήσεις | να μετρήσεις | μέτρησε |
3s | μετρήσει | μέτρησε | θα μετρήσει | να μετρήσει | |
1p | μετρήσουμε, μετρήσομε | μετρήσαμε | θα μετρήσουμε, θα μετρήσομε | να μετρήσουμε, να μετρήσομε | |
2p | μετρήσετε | μετρήσατε | θα μετρήσετε | να μετρήσετε | μετρήστε |
3p | μετρήσουν, μετρήσουνε | μέτρησαν, μετρήσανε, μετρήσαν | θα μετρήσουν, θα μετρήσουνε | να μετρήσουν, να μετρήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω μετρήσει | είχα μετρήσει | θα έχω μετρήσει | να έχω μετρήσει | |
2s | έχεις μετρήσει | είχες μετρήσει | θα έχεις μετρήσει | να έχεις μετρήσει | |
3s | έχει μετρήσει | είχε μετρήσει | θα έχει μετρήσει | να έχει μετρήσει | |
1p | έχουμε μετρήσει | είχαμε μετρήσει | θα έχουμε μετρήσει | να έχουμε μετρήσει | |
2p | έχετε μετρήσει | είχατε μετρήσει | θα έχετε μετρήσει | να έχετε μετρήσει | |
3p | έχουν μετρήσει | είχαν μετρήσει | θα έχουν μετρήσει | να έχουν μετρήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μετρημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μετρημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μετρημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μετρημένο | ||||
Participle: | μετρώντας | Non-finite ‡ | μετρήσει | 58-ησ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||