Definify.com
Definition 2024
μαργαρίνη
μαργαρίνη
Greek
Noun
μαργαρίνη • (margaríni) f (plural μαργαρίνες)
Usage notes
- It is common in Britain for margarines intended for use with bread products to be referred to as spreads.
Declension
declension of μαργαρίνη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαργαρίνη | μαργαρίνες |
genitive | μαργαρίνης | μαργαρινών |
accusative | μαργαρίνη | μαργαρίνες |
vocative | μαργαρίνη | μαργαρίνες |
Synonyms
- φυτίνη f (fytíni)
Coordinate terms
- βούτυρο n (voútyro, “butter”)