Definify.com
Definition 2024
βούτυρο
βούτυρο
Greek
Noun
βούτυρο • (voútyro) n (plural βούτυρα)
Declension
declension of βούτυρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βούτυρο | βούτυρα |
genitive | βουτύρου | βουτύρων |
accusative | βούτυρο | βούτυρα |
vocative | βούτυρο | βούτυρα |
Related terms
- βουτυροκομία f (voutyrokomía, “butter production”)
- βουτυροκομείο n (voutyrokomeío, “place where butter is produced”)
- βουτυροκόμος m, f (voutyrokómos, “butter producer”)
- βουτυρόγαλα f (voutyrógala, “buttermilk”)
- βουτυρώνω (voutyróno, “to butter”)
- βουτυρωμένος (voutyroménos, “buttered”)
- αβουτύρωτος (avoutýrotos, “butterless, without butter”)
- φιστικοβούτυρο n (fistikovoútyro, “peanut butter”)