Definify.com
Definition 2024
μακαρονοειδής
μακαρονοειδής
Greek
Adjective
μακαρονοειδής • (makaronoeidís) m (feminine μακαρονοειδής, neuter μακαρονοειδές)
Declension
positive forms of μακαρονοειδής
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μακαρονοειδής | μακαρονοειδής | μακαρονοειδές | μακαρονοειδείς | μακαρονοειδείς | μακαρονοειδή |
genitive | μακαρονοειδούς | μακαρονοειδούς | μακαρονοειδούς | μακαρονοειδών | μακαρονοειδών | μακαρονοειδών |
accusative | μακαρονοειδή | μακαρονοειδή | μακαρονοειδές | μακαρονοειδείς | μακαρονοειδείς | μακαρονοειδή |