Definify.com

Definition 2024


μάλλινος

μάλλινος

Greek

Adjective

μάλλινος (mállinos) m (feminine μάλλινη, neuter μάλλινο)

  1. woollen, woolly (UK); woolen (US)

Declension

Related terms

see: μαλλί n (mallí, wool)