Definify.com
Definition 2024
λιβανικός
λιβανικός
Greek
Adjective
λιβανικός • (livanikós) m (feminine λιβανική, neuter λιβανικό)
- Lebanese (related to the country, people or Lebanon)
Declension
positive forms of λιβανικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λιβανικός | λιβανική | λιβανικό | λιβανικοί | λιβανικές | λιβανικά |
genitive | λιβανικού | λιβανικής | λιβανικού | λιβανικών | λιβανικών | λιβανικών |
accusative | λιβανικό | λιβανική | λιβανικό | λιβανικούς | λιβανικές | λιβανικά |
vocative | λιβανικέ | λιβανική | λιβανικό | λιβανικοί | λιβανικές | λιβανικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο λιβανικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο λιβανικός, etc.) |
Synonyms
- λιβανέζικος (livanézikos)
Related terms
- see: Λίβανος m (Lívanos, “Lebanon”)