Definify.com
Definition 2024
λεττονικά
λεττονικά
Greek
Noun
λεττονικά • (lettoniká) n pl
- Alternative form of λετονικά (letoniká)
Declension
λεττονικά
plural | |
---|---|
nominative | λεττονικά |
genitive | λεττονικών |
accusative | λεττονικά |
vocative | λεττονικά |