Definify.com
Definition 2024
λαρυγγικός
λαρυγγικός
Greek
Adjective
λαρυγγικός • (laryngikós) m (feminine λαρυγγική, neuter λαρυγγικό)
Declension
positive forms of λαρυγγικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λαρυγγικός | λαρυγγική | λαρυγγικό | λαρυγγικοί | λαρυγγικές | λαρυγγικά |
genitive | λαρυγγικού | λαρυγγικής | λαρυγγικού | λαρυγγικών | λαρυγγικών | λαρυγγικών |
accusative | λαρυγγικό | λαρυγγική | λαρυγγικό | λαρυγγικούς | λαρυγγικές | λαρυγγικά |
vocative | λαρυγγικέ | λαρυγγική | λαρυγγικό | λαρυγγικοί | λαρυγγικές | λαρυγγικά |
Synonyms
- λαρυγγόφωνος (laryngófonos)
- λαρυγγώδης (laryngódis)