Definify.com

Definition 2024


λανθάνων

λανθάνων

Greek

Adjective

λανθάνων (lanthánon) m (feminine λανθάνουσα, neuter λανθάνον)

  1. latent, hidden, underlying
    λανθάνουσα θερμότητα (latent heat)
    λανθάνον ταλέντο (hidden talent)

Declension

Related terms

See also

  • άδηλος (ádilos, latent, uncertain)
  • ανεκδήλωτος (anekdílotos, secret, unspoken)
  • κρυφός (kryfós, secret)