Definify.com
Definition 2024
λήξη
λήξη
Greek
Noun
λήξη • (líxi) f (uncountable)
- expiration
- ημερομηνία λήξης ― imerominía líxis ― expiration date
- termination, end
- Ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη του αγώνα. ― O diaititís sfýrixe ti líxi tou agóna. ― The referee signalled the end of the game.