Definify.com
Definition 2024
κυπριακός
κυπριακός
Greek
Adjective
κυπριακός • (kypriakós) m (feminine κυπριακή, neuter κυπριακός)
Declension
positive forms of κυπριακός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κυπριακός | κυπριακή | κυπριακό | κυπριακοί | κυπριακές | κυπριακά |
genitive | κυπριακού | κυπριακής | κυπριακού | κυπριακών | κυπριακών | κυπριακών |
accusative | κυπριακό | κυπριακή | κυπριακό | κυπριακούς | κυπριακές | κυπριακά |
vocative | κυπριακέ | κυπριακή | κυπριακό | κυπριακοί | κυπριακές | κυπριακά |
Related terms
- see: Κύπρος f (Kýpros, “Cyprus”)