Definify.com
Definition 2024
κροατικός
κροατικός
Greek
Adjective
κροατικός • (kroatikós) m (feminine κροατική, neuter κροατικό)
- Croatian (related to the country, people or language)
Declension
positive forms of κροατικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κροατικός | κροατική | κροατικό | κροατικοί | κροατικές | κροατικά |
genitive | κροατικού | κροατικής | κροατικού | κροατικών | κροατικών | κροατικών |
accusative | κροατικό | κροατική | κροατικό | κροατικούς | κροατικές | κροατικά |
vocative | κροατικέ | κροατική | κροατικό | κροατικοί | κροατικές | κροατικά |
Related terms
- see: Κροατία f (Kroatía, “Croatia”)