Definify.com
Definition 2024
κονγκολέζικος
κονγκολέζικος
Greek
Adjective
κονγκολέζικος • (konnkolézikos) m (feminine κονγκολέζικη, neuter κονγκολέζικο)
- Congolese (relating to the country or its people)
Declension
positive forms of κονγκολέζικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κονγκολέζικος | κονγκολέζικη | κονγκολέζικο | κονγκολέζικοι | κονγκολέζικες | κονγκολέζικα |
genitive | κονγκολέζικου | κονγκολέζικης | κονγκολέζικου | κονγκολέζικων | κονγκολέζικων | κονγκολέζικων |
accusative | κονγκολέζικο | κονγκολέζικη | κονγκολέζικο | κονγκολέζικους | κονγκολέζικες | κονγκολέζικα |
vocative | κονγκολέζικε | κονγκολέζικη | κονγκολέζικο | κονγκολέζικοι | κονγκολέζικες | κονγκολέζικα |
Related terms
- see: Κονγκό n (Konnkó, “Congo”)