Definify.com

Definition 2024


κηλιδώνομαι

κηλιδώνομαι

Greek

Verb

κηλιδώνομαι (kilidónomai) (simple past κηλιδώθηκα, active form κηλιδώνω, passive)

  1. passive of κηλιδώνω (kilidóno)

Conjugation