Definify.com
Definition 2024
κακότροπος
κακότροπος
Greek
Adjective
κακότροπος • (kakótropos) m (feminine κακότροπη, neuter κακότροπο)
Declension
positive forms of κακότροπος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κακότροπος | κακότροπη | κακότροπο | κακότροποι | κακότροπες | κακότροπα |
genitive | κακότροπου | κακότροπης | κακότροπου | κακότροπων | κακότροπων | κακότροπων |
accusative | κακότροπο | κακότροπη | κακότροπο | κακότροπους | κακότροπες | κακότροπα |
vocative | κακότροπε | κακότροπη | κακότροπο | κακότροποι | κακότροπες | κακότροπα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κακότροπος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κακότροπος, etc.) |
See also
- δύστροπος (dýstropos, “bad tempered”)
- στριμμένος (strimménos, “twisted, grouchy”)
- τζαναμπέτης m (tzanampétis, “curmudgeon, bad tempered person”)