Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ιταλικά
ιταλικά
Greek
Noun
ιταλικά
•
(
italiká
)
n
pl
Italian
(
the language of
Italy
)
Declension
ιταλικά
plural
nominative
ιταλικά
genitive
ιταλικών
accusative
ιταλικά
vocative
ιταλικά
Related terms
see:
Ιταλία
f
(
Italía
,
“
Italy
”
)
Similar Results