Definify.com
Definition 2024
ισοσύλλαβος
ισοσύλλαβος
Greek
Adjective
ισοσύλλαβος • (isosýllavos) m (feminine ισοσύλλαβη, neuter ισοσύλλαβο)
Declension
positive forms of ισοσύλλαβος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ισοσύλλαβος | ισοσύλλαβη | ισοσύλλαβο | ισοσύλλαβοι | ισοσύλλαβες | ισοσύλλαβα |
genitive | ισοσύλλαβου | ισοσύλλαβης | ισοσύλλαβου | ισοσύλλαβων | ισοσύλλαβων | ισοσύλλαβων |
accusative | ισοσύλλαβο | ισοσύλλαβη | ισοσύλλαβο | ισοσύλλαβους | ισοσύλλαβες | ισοσύλλαβα |
vocative | ισοσύλλαβε | ισοσύλλαβη | ισοσύλλαβο | ισοσύλλαβοι | ισοσύλλαβες | ισοσύλλαβα |
Antonyms
- ανισοσύλλαβος (anisosýllavos, “imparisyllabic”)