Home Search Index

Definify.com

  •  

Definition 2025


θωρακισμένος

θωρακισμένος

Greek

Adjective

θωρακισμένος • ‎(thorakisménos) m ‎(feminine θωρακισμένη, neuter θωρακισμένο)

  1. armoured (UK), armored (US)
  2. (dated) ironclad

Declension

positive forms of θωρακισμένος
number 
case / gender 
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative θωρακισμένος θωρακισμένη θωρακισμένο θωρακισμένοι θωρακισμένες θωρακισμένα
genitive θωρακισμένου θωρακισμένης θωρακισμένου θωρακισμένων θωρακισμένων θωρακισμένων
accusative θωρακισμένο θωρακισμένη θωρακισμένο θωρακισμένους θωρακισμένες θωρακισμένα
vocative θωρακισμένε θωρακισμένη θωρακισμένο θωρακισμένοι θωρακισμένες θωρακισμένα

Synonyms

  • τεθωρακισμένος ‎(tethorakisménos)

Similar Results

© 2025 Definify.com · All rights reserved.

Privacy · About · Terms