Definify.com
Definition 2024
θυμιατό
θυμιατό
Greek
Alternative forms
- θυμιατήρι n (thymiatíri)
- θυμιατήριο n (thymiatírio)
- (Katharevousa) θυμιατήριον n (thymiatírion)
Noun
θυμιατό • (thymiató) n (plural θυμιατά)
Declension
declension of θυμιατό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | θυμιατό | θυμιατά |
genitive | θυμιατού | θυμιατών |
accusative | θυμιατό | θυμιατά |
vocative | θυμιατό | θυμιατά |