Definify.com

Definition 2024


θυμιατίζομαι

θυμιατίζομαι

Greek

Verb

θυμιατίζομαι (thymiatízomai) (simple past θυμιατίστηκα, active form θυμιατίζω, passive)

  1. passive of θυμιατίζω (thymiatízo)

Conjugation