Definify.com
Definition 2024
θεσσαλονικιώτικος
θεσσαλονικιώτικος
Greek
Adjective
θεσσαλονικιώτικος • (thessalonikiótikos) m (feminine θεσσαλονικιώτικη, neuter θεσσαλονικιώτικο)
- Thessalonian (from or related to Thessaloniki)
- Η θεσσαλονικιώτικη προφορά διαφέρει πολύ από την αθηναϊκή. ― I thessalonikiótiki proforá diaférei polý apó tin athinaïkí. ― The Thessalonian accent differs greatly from the Athenian.
- Μου αρέσει πολύ η θεσσαλονικιώτικη μπουγάτσα. ― Mou arései polý i thessalonikiótiki bougátsa. ― I like bougatsa from Thessaloniki very much.
Declension
positive forms of θεσσαλονικιώτικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θεσσαλονικιώτικος | θεσσαλονικιώτικη | θεσσαλονικιώτικο | θεσσαλονικιώτικοι | θεσσαλονικιώτικες | θεσσαλονικιώτικα |
genitive | θεσσαλονικιώτικου | θεσσαλονικιώτικης | θεσσαλονικιώτικου | θεσσαλονικιώτικων | θεσσαλονικιώτικων | θεσσαλονικιώτικων |
accusative | θεσσαλονικιώτικο | θεσσαλονικιώτικη | θεσσαλονικιώτικο | θεσσαλονικιώτικους | θεσσαλονικιώτικες | θεσσαλονικιώτικα |
vocative | θεσσαλονικιώτικε | θεσσαλονικιώτικη | θεσσαλονικιώτικο | θεσσαλονικιώτικοι | θεσσαλονικιώτικες | θεσσαλονικιώτικα |
Related terms
- Θεσσαλονικιός m (Thessalonikiós, “male from Thessaloniki”)
- Θεσσαλονικέας m (Thessalonikéas, “male from Thessaloniki”) (formal)
- Θεσσαλονικεύς m (Thessalonikéfs, “male from Thessaloniki”) (formal, dated)
- Θεσσαλονικιά f (Thessalonikiá, “female from Thessaloniki”)