Definify.com
Definition 2024
θερμοπληξία
θερμοπληξία
Greek
Noun
θερμοπληξία • (thermoplixía) f (uncountable)
Declension
Declension of θερμοπληξία (thermoplixía)
singular | |
---|---|
nominative | θερμοπληξία |
genitive | θερμοπληξίας |
accusative | θερμοπληξία |
vocative | θερμοπληξία |
See also
- υπερθερμία f (yperthermía, “hyperthermia”)
- υποθερμία f (ypothermía, “hypothermia”)
External links
- θερμοπληξία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el