Definify.com
Definition 2024
θερμικός
θερμικός
Greek
Adjective
θερμικός • (thermikós) m (feminine θερμική, neuter θερμικό)
Derived terms
- θερμική μόνωση f (thermikí mónosi, “thermal insulation”)
Declension
positive forms of θερμικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θερμικός | θερμική | θερμικό | θερμικοί | θερμικές | θερμικά |
genitive | θερμικού | θερμικής | θερμικού | θερμικών | θερμικών | θερμικών |
accusative | θερμικό | θερμική | θερμικό | θερμικούς | θερμικές | θερμικά |
vocative | θερμικέ | θερμική | θερμικό | θερμικοί | θερμικές | θερμικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θερμικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θερμικός, etc.) |
See also
- θερμομονωτικός (thermomonotikós, “thermally insulating”)