Definify.com

Definition 2024


ηπειρωτικός

ηπειρωτικός

Greek

Adjective

ηπειρωτικός (ipeirotikós) m (feminine ηπειρωτική, neuter ηπειρωτικό)

  1. continental (of or relating to a continent or continents)
    οι ωκεανοί και ο ηπειρωτικός φλοιός
    the oceans and continental crust
  2. landlocked

Declension