Definify.com
Definition 2024
ηπειρωτικός
ηπειρωτικός
Greek
Adjective
ηπειρωτικός • (ipeirotikós) m (feminine ηπειρωτική, neuter ηπειρωτικό)
- continental (of or relating to a continent or continents)
- οι ωκεανοί και ο ηπειρωτικός φλοιός
- the oceans and continental crust
- οι ωκεανοί και ο ηπειρωτικός φλοιός
- landlocked
Declension
positive forms of ηπειρωτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηπειρωτικός | ηπειρωτική | ηπειρωτικό | ηπειρωτικοί | ηπειρωτικές | ηπειρωτικά |
genitive | ηπειρωτικού | ηπειρωτικής | ηπειρωτικού | ηπειρωτικών | ηπειρωτικών | ηπειρωτικών |
accusative | ηπειρωτικό | ηπειρωτική | ηπειρωτικό | ηπειρωτικούς | ηπειρωτικές | ηπειρωτικά |
vocative | ηπειρωτικέ | ηπειρωτική | ηπειρωτικό | ηπειρωτικοί | ηπειρωτικές | ηπειρωτικά |