Definify.com
Definition 2024
ηλεκτρική_αντίσταση
ηλεκτρική αντίσταση
Greek
Noun
ηλεκτρική αντίσταση • (ilektrikí antístasi) n
- (physics, electricity) electrical resistance
See also
- ωμ n (om, “ohm”)
External links
- ηλεκτρική αντίσταση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el