Definify.com
Definition 2024
ηλεκτρική
ηλεκτρική
Greek
Adjective
ηλεκτρική • (ilektrikí)
- Nominative, accusative and vocative feminine singular form of ηλεκτρικός (ilektrikós).
Related terms
- ηλεκτρική χωρητικότητα f (ilektrikí choritikótita, “electrical capacitance”)