Definify.com
Definition 2024
εφαπτομένη
εφαπτομένη
Greek
Noun
εφαπτομένη • (efaptoméni) f (plural εφαπτομένες)
- (trigonometry) tangent
Declension
declension of εφαπτομένη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εφαπτομένη | εφαπτομένες |
genitive | εφαπτομένης | εφαπτομένων |
accusative | εφαπτομένη | εφαπτομένες |
vocative | εφαπτομένη | εφαπτομένες |
Synonyms
- Symbol: εφ n (ef, “tan”)
See also
- τριγωνομετρικές συναρτήσεις (trigonometrikés synartíseis, “trigonometric functions”)
|
|
External links
- Τριγωνομετρική συνάρτηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el