Definify.com
Definition 2024
ερυθρός
ερυθρός
See also: ἐρυθρός
Greek
Adjective
ερυθρός • (erythrós) m (feminine ερυθρά or ερυθρή, neuter ερυθρό)
Declension
positive forms of ερυθρός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ερυθρός | ερυθρή / ερυθρά | ερυθρό | ερυθροί | ερυθρές | ερυθρά |
genitive | ερυθρού | ερυθρής / ερυθράς | ερυθρού | ερυθρών | ερυθρών | ερυθρών |
accusative | ερυθρό | ερυθρή / ερυθρά | ερυθρό | ερυθρούς | ερυθρές | ερυθρά |
vocative | ερυθρέ | ερυθρή / ερυθρά | ερυθρό | ερυθροί | ερυθρές | ερυθρά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ερυθρός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ερυθρός, etc.) |
Related terms
- ερυθροκύανος (erythrokýanos, “purple”)
Synonyms
- see: κόκκινος (kókkinos) for other shades of red.
Derived terms
- ερυθρό αιμοσφαίριο n (erythró aimosfaírio, “red blood cell”)
- Ερυθραία f (Erythraía, “Eritrea”)
- Ερυθρά Θάλασσα f (Erythrá Thálassa, “Red Sea”)