Definify.com
Definition 2024
επιμένω
επιμένω
Greek
Verb
επιμένω • (epiméno) (simple past επέμεινα, passive form —)
Conjugation
επιμένω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | επιμένω | επέμενα | θα επιμένω | να επιμένω | |
2s | επιμένεις | επέμενες | θα επιμένεις | να επιμένεις | επίμενε |
3s | επιμένει | επέμενε | θα επιμένει | να επιμένει | |
1p | επιμένουμε, επιμένομε | επιμέναμε | θα επιμένουμε, επιμένομε | να επιμένουμε, επιμένομε | |
2p | επιμένετε | επιμένατε | θα επιμένετε | να επιμένετε | επιμένετε |
3p | επιμένουν, επιμένουνε | επέμεναν, επιμέναν, επιμένανε | θα επιμένουν, επιμένουνε | να επιμένουν, επιμένουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | επιμείνω | επέμεινα | θα επιμείνω | να επιμείνω | |
2s | επιμείνεις | επέμεινες | θα επιμείνεις | να επιμείνεις | επίμεινε |
3s | επιμείνει | επέμεινε | θα επιμείνει | να επιμείνει | |
1p | επιμείνουμε, επιμείνομε | επιμείναμε | θα επιμείνουμε, επιμείνομε | να επιμείνουμε, επιμείνομε | |
2p | επιμείνετε | επιμείνατε | θα επιμείνετε | να επιμείνετε | επιμείνετε |
3p | επιμείνουν, επιμείνουνε | επέμειναν, επιμείναν, επιμείνανε | θα επιμείνουν, επιμείνουνε | να επιμείνουν, επιμείνουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω επιμείνει | είχα επιμείνει | θα έχω επιμείνει | να έχω επιμείνει | |
2s | έχεις επιμείνει | είχες επιμείνει | θα έχεις επιμείνει | να έχεις επιμείνει | |
3s | έχει επιμείνει | είχε επιμείνει | θα έχει επιμείνει | να έχει επιμείνει | |
1p | έχουμε επιμείνει | είχαμε επιμείνει | θα έχουμε επιμείνει | να έχουμε επιμείνει | |
2p | έχετε επιμείνει | είχατε επιμείνει | θα έχετε επιμείνει | να έχετε επιμείνει | |
3p | έχουν επιμείνει | είχαν επιμείνει | θα έχουν επιμείνει | να έχουν επιμείνει | |
Participle: | επιμένοντας | Non-finite ‡ | επιμείνει | 178, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||