Definify.com

Definition 2024


επιδοκιμάζομαι

επιδοκιμάζομαι

Greek

Verb

επιδοκιμάζομαι (epidokimázomai) (simple past επιδοκιμάστηκα, active form επιδοκιμάζω, passive)

  1. passive of επιδοκιμάζω (epidokimázo)

Conjugation