Definify.com
Definition 2024
επιδείνωση
επιδείνωση
Greek
Noun
επιδείνωση • (epideínosi) f (uncountable)
Declension
Declension of επιδείνωση (epideínosi)
singular | |
---|---|
nominative | επιδείνωση |
genitive | επιδείνωσης / επιδεινώσεως |
accusative | επιδείνωση |
vocative | επιδείνωση |