Definify.com
Definition 2024
επιγράμμιση
επιγράμμιση
Greek
Noun
επιγράμμιση • (epigrámmisi) f
- strikethrough (thus:
struckthrough)
Declension
Declension of επιγράμμιση (epigrámmisi)
singular | |
---|---|
nominative | επιγράμμιση |
genitive | επιγράμμισης |
accusative | επιγράμμιση |
vocative | επιγράμμιση |