Definify.com
Definition 2024
ενοχλώ
ενοχλώ
Greek
Verb
ενοχλώ • (enochló) (simple past ενόχλησα, passive form ενοχλούμαι)
- (most senses, transitive) annoy, bother, disturb, pester, trouble
- Πότε θα φύγει αυτός ο άντρας, με ενοχλεί παρά πολύ. ― Póte tha fýgei aftós o ántras, me enochleí pará polý. ― When will that man go, he's bothering me very much.
- Οι μεθυσμένοι βγαίνουν και κάνουν θόρυβο, ενοχλώντας όλο τον κόσμο. ― Oi methysménoi vgaínoun kai kánoun thóryvo, enochlóntas ólo ton kósmo. ― The drunks go out and make noise, annoying everyone.
- Μην τον ρωτάς για αυτό το θέμα, τον ενοχλεί. ― Min ton rotás gia aftó to théma, ton enochleí. ― Don't ask him about that subject, it bothers him.
- Μπορώ να σας ενοχλήσω αύριο; ― Boró na sas enochlíso ávrio? ― Could I trouble you tomorrow? (polite conversation)
- (most senses, intransitive) annoy, bother, disturb
- Μην ρωτάς τέτοιες ερωτήσεις, ενοχλούν. ― Min rotás tétoies erotíseis, enochloún. ― Don't ask such questions, they are bothersome.
- Ενοχλώ; ― Enochló? ― I hope I'm not bothering you.
Conjugation
ενοχλώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ενοχλώ | ενοχλούσα | θα ενοχλώ | να ενοχλώ | |
2s | ενοχλείς | ενοχλούσες | θα ενοχλείς | να ενοχλείς | — |
3s | ενοχλεί | ενοχλούσε | θα ενοχλεί | να ενοχλεί | |
1p | ενοχλούμε | ενοχλούσαμε | θα ενοχλούμε | να ενοχλούμε | |
2p | ενοχλείτε | ενοχλούσατε | θα ενοχλείτε | να ενοχλείτε | ενοχλείτε |
3p | ενοχλούν, ενοχλούνε | ενοχλούσαν, ενοχλούσανε | θα ενοχλούν, θα ενοχλούνε | να ενοχλούν, να ενοχλούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ενοχλήσω | ενόχλησα | θα ενοχλήσω | να ενοχλήσω | |
2s | ενοχλήσεις | ενόχλησες | θα ενοχλήσεις | να ενοχλήσεις | ενόχλησε |
3s | ενοχλήσει | ενόχλησε | θα ενοχλήσει | να ενοχλήσει | |
1p | ενοχλήσουμε, ενοχλήσομε | ενοχλήσαμε | θα ενοχλήσουμε, θα ενοχλήσομε | να ενοχλήσουμε, να ενοχλήσομε | |
2p | ενοχλήσετε | ενοχλήσατε | θα ενοχλήσετε | να ενοχλήσετε | ενοχλήστε, ενοχλήσετε |
3p | ενοχλήσουν, ενοχλήσουνε | ενόχλησαν, ενοχλήσαν, ενοχλήσανε | θα ενοχλήσουν, θα ενοχλήσουνε | να ενοχλήσουν, να ενοχλήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ενοχλήσει | είχα ενοχλήσει | θα έχω ενοχλήσει | να έχω ενοχλήσει | |
2s | έχεις ενοχλήσει | είχες ενοχλήσει | θα έχεις ενοχλήσει | να έχεις ενοχλήσει | |
3s | έχει ενοχλήσει | είχε ενοχλήσει | θα έχει ενοχλήσει | να έχει ενοχλήσει | |
1p | έχουμε ενοχλήσει | είχαμε ενοχλήσει | θα έχουμε ενοχλήσει | να έχουμε ενοχλήσει | |
2p | έχετε ενοχλήσει | είχατε ενοχλήσει | θα έχετε ενοχλήσει | να έχετε ενοχλήσει | |
3p | έχουν ενοχλήσει | είχαν ενοχλήσει | θα έχουν ενοχλήσει | να έχουν ενοχλήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ενοχλημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ενοχλημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ενοχλημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ενοχλημένο | ||||
Participle: | ενοχλώντας | Non-finite ‡ | ενοχλήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||
Derived terms
- ενοχλητικός (enochlitikós, “annoying, bothersome”)
- ενόχληση f (enóchlisi, “annoyance, nuisance”)
- ενόχλημα n (enóchlima, “discomfort”)