Definify.com
Definition 2024
ενοικιαστής
ενοικιαστής
Greek
Noun
ενοικιαστής • (enoikiastís) m (plural ενοικιαστές, feminine ενοικιάστρια)
Declension
declension of ενοικιαστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ενοικιαστής | ενοικιαστές |
genitive | ενοικιαστή | ενοικιαστών |
accusative | ενοικιαστή | ενοικιαστές |
vocative | ενοικιαστή | ενοικιαστές |
Related terms
- see: ενοικίαση f (enoikíasi, “hiring, renting”)