Definify.com

Definition 2024


ενοικίαση

ενοικίαση

Greek

Noun

ενοικίαση (enoikíasi) f (plural ενοικιάσεις)

  1. renting, hiring
    ενοικίαση αυτοκινήτωνenoikíasi aftokiníton ― car rental

Declension

Related terms

Coordinate terms

  • μίσθωση f (místhosi, lease)

External links