Definify.com
Definition 2024
ενοικίαση
ενοικίαση
Greek
Noun
ενοικίαση • (enoikíasi) f (plural ενοικιάσεις)
Declension
declension of ενοικίαση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ενοικίαση | ενοικιάσεις |
genitive | ενοικίασης / ενοικιάσεως | ενοικιάσεων |
accusative | ενοικίαση | ενοικιάσεις |
vocative | ενοικίαση | ενοικιάσεις |
Related terms
- ενοικιάζω (enoikiázo, “to rent, to hire”)
- ενοικιαστήριο (enoikiastírio, “rental advertisement, rental agreement”)
- ενοικιαστής m (enoikiastís, “hirer, tenant”)
- ενοίκιο (enoíkio, “hire charge, rental”)
- ενοικίαση αυτοκινήτων f (enoikíasi aftokiníton, “car rental”)
Coordinate terms
- μίσθωση f (místhosi, “lease”)
External links
- ενοικίαση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el