Definify.com

Definition 2024


εμφιαλωμένος

εμφιαλωμένος

Greek

Adjective

εμφιαλωμένος (emfialoménos) m (feminine εμφιαλωμένη, neuter εμφιαλωμένο)

  1. bottled
    εμφιαλωμένο νερό (bottled water)

Declension