Definify.com
Definition 2024
ελλαδικός
ελλαδικός
Greek
Adjective
ελλαδικός • (elladikós) m (feminine ελλαδική, neuter ελλαδικό)
- Helladic (of the bronze age Greece)
Declension
positive forms of ελλαδικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ελλαδικός | ελλαδική | ελλαδικό | ελλαδικοί | ελλαδικές | ελλαδικά |
genitive | ελλαδικού | ελλαδικής | ελλαδικού | ελλαδικών | ελλαδικών | ελλαδικών |
accusative | ελλαδικό | ελλαδική | ελλαδικό | ελλαδικούς | ελλαδικές | ελλαδικά |
vocative | ελλαδικέ | ελλαδική | ελλαδικό | ελλαδικοί | ελλαδικές | ελλαδικά |