Definify.com
Definition 2024
ελεγκτής
ελεγκτής
Greek
Noun
ελεγκτής • (elenktís) m (plural ελεγκτές)
- auditor
- inspector
- τελωνειακός ελεγκτής (customs inspector)
- controller
- ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας (air traffic controller)
Declension
declension of ελεγκτής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ελεγκτής | ελεγκτές |
genitive | ελεγκτή | ελεγκτών |
accusative | ελεγκτή | ελεγκτές |
vocative | ελεγκτή | ελεγκτές |
Derived terms
- τελωνειακός ελεγκτής m, f (teloneiakós elenktís, “customs officer”)
- ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας m, f (elenktís enaérias kykloforías, “air traffic controller”)