Definify.com
Definition 2024
εκλογιμότητα
εκλογιμότητα
Greek
Noun
εκλογιμότητα • (eklogimótita) f (uncountable)
Declension
Declension of εκλογιμότητα (eklogimótita)
singular | |
---|---|
nominative | εκλογιμότητα |
genitive | εκλογιμότητας |
accusative | εκλογιμότητα |
vocative | εκλογιμότητα |