Definify.com
Definition 2024
ειδικός
ειδικός
Greek
Adjective
ειδικός • (eidikós) m (feminine ειδική, neuter ειδικό)
- special, particular, specific (thing, person, etc)
- expert, specialist (knowledge, experience, etc)
Declension
positive forms of ειδικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ειδικός | ειδική | ειδικό | ειδικοί | ειδικές | ειδικά |
genitive | ειδικού | ειδικής | ειδικού | ειδικών | ειδικών | ειδικών |
accusative | ειδικό | ειδική | ειδικό | ειδικούς | ειδικές | ειδικά |
vocative | ειδικέ | ειδική | ειδικό | ειδικοί | ειδικές | ειδικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ειδικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ειδικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ειδικότερος | ειδικότερη | ειδικότερο | ειδικότεροι | ειδικότερες | ειδικότερα |
genitive | ειδικότερου | ειδικότερης | ειδικότερου | ειδικότερων | ειδικότερων | ειδικότερων |
accusative | ειδικότερο | ειδικότερη | ειδικότερο | ειδικότερους | ειδικότερες | ειδικότερα |
vocative | ειδικότερε | ειδικότερη | ειδικότερο | ειδικότεροι | ειδικότερες | ειδικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ειδικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ειδικότατος | ειδικότατη | ειδικότατο | ειδικότατοι | ειδικότατες | ειδικότατα |
genitive | ειδικότατου | ειδικότατης | ειδικότατου | ειδικότατων | ειδικότατων | ειδικότατων |
accusative | ειδικότατο | ειδικότατη | ειδικότατο | ειδικότατους | ειδικότατες | ειδικότατα |
vocative | ειδικότατε | ειδικότατη | ειδικότατο | ειδικότατοι | ειδικότατες | ειδικότατα |
Noun
ειδικός • (eidikós) m, f (plural ειδικοί)