Definify.com

Definition 2024


εθνικός

εθνικός

Greek

Adjective

εθνικός (ethnikós) m (feminine εθνική, neuter εθνικό)

  1. national
    Εθνικού ΘεάτρουEthnikoú Theátrou ― National Theatre
    εθνικό λαχείοethnikó lacheío ― national lottery

Declension

Related terms

  • and see: έθνος n (éthnos, nation)