Home Search Index

Definify.com

  •  

Definition 2025


εγκληματολογικός

εγκληματολογικός

Greek

Adjective

εγκληματολογικός • ‎(enklimatologikós) m ‎(feminine εγκληματολογική, neuter εγκληματολογικό)

  1. criminological, forensic
    εγκληματολογικό εργαστήριο (forensic laboratory)

Declension

positive forms of εγκληματολογικός
number 
case / gender 
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εγκληματολογικός εγκληματολογική εγκληματολογικό εγκληματολογικοί εγκληματολογικές εγκληματολογικά
genitive εγκληματολογικού εγκληματολογικής εγκληματολογικού εγκληματολογικών εγκληματολογικών εγκληματολογικών
accusative εγκληματολογικό εγκληματολογική εγκληματολογικό εγκληματολογικούς εγκληματολογικές εγκληματολογικά
vocative εγκληματολογικέ εγκληματολογική εγκληματολογικό εγκληματολογικοί εγκληματολογικές εγκληματολογικά

Related terms

  • εγκληματικός ‎(enklimatikós, “criminal”)

Similar Results

© 2025 Definify.com · All rights reserved.

Privacy · About · Terms