Definify.com
Definition 2024
δράση
δράση
Greek
Noun
δράση • (drási) f (plural δράσεις)
- action (of person or object)
Declension
declension of δράση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δράση | δράσεις |
genitive | δράσης / δράσεως | δράσεων |
accusative | δράση | δράσεις |
vocative | δράση | δράσεις |
Related terms
- αντίδραση f (antídrasi, “reaction”)
- αντιδραστικός m (antidrastikós, “reactionary”)