Definify.com
Definition 2024
αντίδραση
αντίδραση
Greek
Noun
αντίδραση • (antídrasi) f (plural αντιδράσεις)
- reaction, response
- (medicine, physics, psychology) reaction (response to action or stimulus)
- (chemistry) reaction (between materials)
Declension
declension of αντίδραση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντίδραση | αντιδράσεις |
genitive | αντίδρασης / αντιδράσεως | αντιδράσεων |
accusative | αντίδραση | αντιδράσεις |
vocative | αντίδραση | αντιδράσεις |
Related terms
- δράση f (drási, “action”)
- αντιδραστικός m (antidrastikós, “reactionary”)
- αντιδρώ (antidró, “to react, to respond”)