Definify.com
Definition 2024
δουλεύω
δουλεύω
Greek
Verb
δουλεύω • (doulévo) (simple past δούλεψα, passive form δουλεύομαι)
- work
- (figuratively) pull somebody's leg
Conjugation
δουλεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | δουλεύω | δούλευα | θα δουλεύω | να δουλεύω | |
2s | δουλεύεις | δούλευες | θα δουλεύεις | να δουλεύεις | δούλευε |
3s | δουλεύει | δούλευε | θα δουλεύει | να δουλεύει | |
1p | δουλεύουμε, δουλεύομε | δουλεύαμε | θα δουλεύουμε, δουλεύομε | να δουλεύουμε, δουλεύομε | |
2p | δουλεύετε | δουλεύατε | θα δουλεύετε | να δουλεύετε | δουλεύετε |
3p | δουλεύουν, δουλεύουνε | δούλευαν, δουλεύαν, δουλεύανε | θα δουλεύουν, δουλεύουνε | να δουλεύουν, δουλεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | δουλέψω | δούλεψα | θα δουλέψω | να δουλέψω | |
2s | δουλέψεις | δούλεψες | θα δουλέψεις | να δουλέψεις | δούλεψε |
3s | δουλέψει | δούλεψε | θα δουλέψει | να δουλέψει | |
1p | δουλέψουμε, δουλέψομε | δουλέψαμε | θα δουλέψουμε, δουλέψομε | να δουλέψουμε, δουλέψομε | |
2p | δουλέψετε | δουλέψατε | θα δουλέψετε | να δουλέψετε | δουλέψτε, δουλεύτε |
3p | δουλέψουν, δουλέψουνε | δούλεψαν, δουλέψαν, δουλέψανε | θα δουλέψουν, δουλέψουνε | να δουλέψουν, δουλέψουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω δουλέψει | είχα δουλέψει | θα έχω δουλέψει | να έχω δουλέψει | |
2s | έχεις δουλέψει | είχες δουλέψει | θα έχεις δουλέψει | να έχεις δουλέψει | έχε δουλεμένο |
3s | έχει δουλέψει | είχε δουλέψει | θα έχει δουλέψει | να έχει δουλέψει | |
1p | έχουμε δουλέψει | είχαμε δουλέψει | θα έχουμε δουλέψει | να έχουμε δουλέψει | |
2p | έχετε δουλέψει | είχατε δουλέψει | θα έχετε δουλέψει | να έχετε δουλέψει | έχετε δουλεμένο |
3p | έχουν δουλέψει | είχαν δουλέψει | θα έχουν δουλέψει | να έχουν δουλέψει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) δουλεμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) δουλεμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) δουλεμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) δουλεμένο | ||||
Participle: | δουλεύοντας | Non-finite ‡ | δουλέψει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- see: δουλειά f (douleiá, “work”)