Definify.com
Definition 2024
διεθνής
διεθνής
Greek
Adjective
διεθνής • (diethnís) m (feminine διεθνής, neuter διεθνές)
Declension
positive forms of διεθνής
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διεθνής | διεθνής | διεθνές | διεθνείς | διεθνείς | διεθνή |
genitive | διεθνούς | διεθνούς | διεθνούς | διεθνών | διεθνών | διεθνών |
accusative | διεθνή | διεθνή | διεθνές | διεθνείς | διεθνείς | διεθνή |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διεθνής, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διεθνής, etc.) |
|||||
notes | vocative forms follow the nominative |
Derived terms
- Διεθνές Νομισματικό Ταμείο n (Diethnés Nomismatikó Tameío, “International Monetary Fund”)
- διεθνές σύστημα μονάδων n (diethnés sýstima monádon, “International System of Units”)
Noun
διεθνής • (diethnís) m, f (plural διεθνείς)
- (sports) international, international player.
Declension
- see διεθνής above